κοιμήσεις

κοιμήσεις
κοίμησις
lying down to sleep
fem nom/voc pl (attic epic)
κοίμησις
lying down to sleep
fem nom/acc pl (attic)
κοιμάω
lull
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
κοιμάω
lull
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”